- χηνοβωτία
- χηνο-βωτία, ἡ,A = χηνοβοσία, Pl.Plt.264c (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χηνοβωτία — και χηνοβοτία, ἡ, Α η χηνοτροφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + βοτία / βωτία (< βότης/ βώτης < βόσκω), πρβλ. γερανο βωτία, ὀρφο βοτία] … Dictionary of Greek
χηνοβωτίας — χηνοβωτίᾱς , χηνοβωτία fem acc pl χηνοβωτίᾱς , χηνοβωτία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χηνοβοτία — ἡ, Α βλ. χηνοβωτία … Dictionary of Greek